μνησιπήμων

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνησῐπήμων Medium diacritics: μνησιπήμων Low diacritics: μνησιπήμων Capitals: ΜΝΗΣΙΠΗΜΩΝ
Transliteration A: mnēsipḗmōn Transliteration B: mnēsipēmōn Transliteration C: mnisipimon Beta Code: mnhsiph/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A reminding of misery: μ. πόνος the painful memory of woe, A.Ag.180 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 195] ον, an das Unglück gedenkend, πόνος, Aesch. Ag. 173, oder aus der Erinnerung an das Leid entstehend.

Greek (Liddell-Scott)

μνησῐπήμων: -ον, γεν. -ονος, ὁ ὑπομιμνήσκων τινὰ τὰ παθήματα, τὴν δυστυχίαν· μν. πόνος, ἡ ἀλγεινὴ ἐνθύμησις τῶν δυστυχιῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 180.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui se souvient du mal qu’il a fait : μνησιπήμων πόνος ESCHL le remords.
Étymologie: μνάομαι, πῆμα.

Greek Monolingual

μνησιπήμων, -ον (Α)
αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι-μνή-σκω) + -πήμων (< πῆμα «πάθημα»), πρβλ. καινο-πήμων.