Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μητρορραίστης

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρορραίστης Medium diacritics: μητρορραίστης Low diacritics: μητρορραίστης Capitals: ΜΗΤΡΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: mētrorraístēs Transliteration B: mētrorraistēs Transliteration C: mitrorraistis Beta Code: mhtrorrai/sths

English (LSJ)

ου ὁ,

   A matricide, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μητρορραίστης: -ου, ὁ, μητροκτόνος, μητραλοίας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

μητρορραίστης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ρραίστης (< ῥαίω «κομματιάζω»), πρβλ. κυνο-ρραίστης].