Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
-η, -ο
λιμνόβιος, λιμναίος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο-δίαιτος, υδρο-δίαιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα].