λαθρόβιος

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος
2. αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό επάγγελμα, που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής
3. (για εφημερίδα ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή κυκλοφορία, ο σχεδόν άγνωστος («λαθρόβιο έντυπο»)
4. το ουδ. ως ουσ. ζωολ. το λαθρόβιο
γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισό-βιος, κοινό-βιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].