λιπαρόθρονος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ον,
A bright-throned, A.Eu.806, Lyr.Adesp.140.6, Aristonous 2.16.
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzendem Sitze, ἐσχάραι, Aesch. Eum. 773, wo man beim Opferaltar auch den vom Fett der Opfer triefenden Sitz erklären kann; auch Stob. ecl. 1, 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόθρονος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν θρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 806, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 2. 174.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au siège brillant.
Étymologie: λιπαρός, θρόνος.
Greek Monolingual
λιπαρόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + θρόνος.