Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω → Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
λίστρος, ὁ (Α)το λίστρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίστρον (το), με αλλαγή γένους].