μαντάτο

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο)
διαταγή
νεοελλ.
1. προμήνυμα («να μακρύνω απ' την καρδιά τσ' αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ' αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.)
2. ανακοίνωση, πληροφορία
νεοελλ.-μσν.
αγγελία, είδηση, νέο («καλά μαντάτα»)
μσν.
παραγγελία, μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mandatum < «μήνυμα, παραγγελία» < mando «παραγγέλλω»].