μεθημοσύνη

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ἡ,

   A remissness, carelessness, Il.13.121: pl., ib.108.

German (Pape)

[Seite 112] ἡ, Nachlässigkeit, Fahrlässigkeit, Il. 13, 121 u. im plur. ibd. 108.

Greek (Liddell-Scott)

μεθημοσύνη: ἡ, ἀμέλεια, ἀφροντισία, Ἰλ. Ν. 121· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 108.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
négligence, nonchalance.
Étymologie: μεθήμων.

English (Autenrieth)

remissness, Il. 13.108 and 121.

Greek Monolingual

μεθημοσύνη, ἡ (Α) μεθήμων
υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορίατάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.).