μελιχρός

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιχρός Medium diacritics: μελιχρός Low diacritics: μελιχρός Capitals: ΜΕΛΙΧΡΟΣ
Transliteration A: melichrós Transliteration B: melichros Transliteration C: melichros Beta Code: melixro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A honey-sweetened, οἶνος Alc.34 (proparox.) Hp.Morb. 2.12, Telecl.24 (lyr.).    2 honey-sweet, ὀρομαλίδες Theoc.5.95; σῦκα AP6.191 (Corn. Long.).    3 metaph., ὑποσχεσίαι A.R.4.359; μελιχρότατος περὶ τὰς ἐννοίας Philostr.VS1.22.1; epith. of Sophocles, AP7.22 (Simm.); τὸ μελιχρότατον τῶν ἐπέων Call.Epigr.29; τὸ μ. ἐν ταῖς ἀκοαῖς D.H.Comp.1, cf. Dem.48; λωτοὶ κλάζοντες ἴσον φόρμιγγι μελιχρόν APl.1.8 (Alc.): Comp. Adv. μελιχρότερον Hedyl. ap. Ath. 11.473a. (Formed from μέλι, as πενιχρός from πενία.)

German (Pape)

[Seite 125] honigsüß (mit Honig bereitet); οἶνος, Anacr. 45, 11, l. d.; ὀρομάλιδες, Theocr. 5, 95; μελιχρότερος Χίου οἴνου, Dionys. 4 (XII, 108); übertr., μηροὶ μελιχρότεροι, Diosc. 1 (XII, 37). Von der Rede, Luc. rhet. praec. 11 u. a. Sp., wie D. C. 51, 12; auch αὐλοὶ μελιχρότεροι, Luc. musc. enc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μελιχρός: -ά, -όν, ἡδυσμένος μέλιτι, οἶνος Ἱππ. 465. 5 (Γαλην. μελίχρουν), Τηλεκλείδης ἐν «Πρυτάνεσι» 2. 2) γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, ὀρομαλίδες Θεόκριτ. 5. 95· σῦκα Ἀνθ. Π. 6. 191. 3) μεταφορ., ὑποσχεσίαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 359· μ. περί τι Φιλόστρ. 522· ἐπίθετον τοῦ Σοφοκλέους, Ἀνθ. Π. 7. 22· ἔπος μελιχρότατον Καλλιμ. Ἐπιγράμμ. 28· τὸ μελιχρὸν ἐν ταῖς ἀκοαῖς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1· - συγκρ. ἐπίρρ. μελιχρότερον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μέλι, ὡς τὸ πενιχρὸς ἐκ τοῦ πενία).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
semblable à du miel, doux comme le miel.
Étymologie: μέλι ; cf. πενιχρός de πενία.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μελιχρός, -ά, -όν, αρσ. και μελιχρός)
1. αυτός που έχει γλυκαθεί με μέλι («μέλιχρος οἶνος», Αλκ.)
2. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («αἱ μὲν ἔχοντι λεπτόν... λεπύριον, αἱ δὲ μελίχροι», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα ή τη γλυκύτητα του μελιού («μελιχρό σούρουπο»)
2. μτφ. απαλός, μαλακός, ήπιος
αρχ.
1. προσωνυμία του Σοφοκλέους στον Σιμωνίδη
2. μτφ. γλυκός, ωραίος, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + επίθημα -χρος (πρβλ. βδελυ-χρός, πενι-χρός). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, πρόκειται για αιολ. τ. του μελίχρως.