μελαγκρήπις

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκρήπῑς Medium diacritics: μελαγκρήπις Low diacritics: μελαγκρήπις Capitals: ΜΕΛΑΓΚΡΗΠΙΣ
Transliteration A: melankrḗpis Transliteration B: melankrēpis Transliteration C: melagkripis Beta Code: melagkrh/pis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ,

   A with black shoes, Eust.174.9,1437.53.

German (Pape)

[Seite 117] ιδος, mit schwarzer Grundlage, schwarzen Schuhen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκρήπῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλαιναν βάσιν, δηλ. μέλανα ὑποδήματα, Παύλ. Σιλ. περὶ τῆς ἁγ. Σοφ. 261, πρβλ. Εὐστ. 174. 9., 1347. 53.

Greek Monolingual

μελαγκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (ΑM)
αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, δηλαδή που φορά μαύρα υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κρηπίς «υπόδημα» (πρβλ. μονο-κρήπις)].