μέμψη

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

η (ΑM μέμψις) μέμφομαι
1. μομφή, επίπληξη («μέμψιν δικαίαν μέμφομαι», Αριστοφ.)
2. παράπονο
νεοελλ.
φρ. «μέμψη αστόργου δωρεάς» — αγωγή για την ανατροπή τών τελευταίων δωρεών του κληρονομουμένου όταν με την περιουσία που αφήνει δεν καλύπτεται η νόμιμη μοίρα αναγκαίου κληρονόμου του
μσν.
1. ντροπή, όνειδος
2. ελάττωμα.