μετακυλώ
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
και μετακυλίω (Α μετακυλίω, Μ μετακυλῶ, -άω) κυλώ/κυλίω]]
μετατοπίζω κάτι από μια θέση σε άλλη κυλώντας το, ξανακυλώ κάτι
νεοελλ.
(για νόσο ή ασθενή) υποτροπιάζω, πηγαίνω στο χειρότερο
μσν.
μέσ. μετακυλῶμαι, -άομαι
(για τον τροχό του χρόνου) ξανακυλώ, περιστρέφομαι πάλι
αρχ.
παθ. υφίσταμαι μετακύλιση.