μολυβδίδα
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
Greek Monolingual
η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, -ίδος) μόλυβδος
το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη της ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα
νεοελλ.
1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής
2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο γραφίτη που υπάρχει μέσα στο μολύβι γραφής
μσν.
είδος βασανιστήριου οργάνου
αρχ.
1. τεμάχιο μολύβδου
2. μολύβδινη σφαίρα που έριχναν με σφεντόνα
3. η στάθμη τών χτιστών
4. βάρος που ισοδυναμούσε με επτά μνας.