νοσηρότητα
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
η (Α νοσηρότης) νοσηρός
η ιδιότητα του νοσηρού, οργανική, ψυχική ή ηθική κατάσταση που τήν χαρακτηρίζει έλλειψη υγείας
νεοελλ.
1. η συχνότητα νόσησης ενός πληθυσμού μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα από το σύνολο τών νόσων ή από συγκεκριμένη νόσο («στις υπανάπτυκτες χώρες παρατηρείται αυξημένη νοσηρότητα»)
2. η κατάσταση του φιλάσθενου, φιλάσθενη ιδιοσυγκρασία («τα αίτια της νοσηρότητας του παιδιού θα πρέπει να αναζητηθούν στην κακή διατροφή του»).