ξενόεις
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
εσσα, εν,
A full of strangers, E.IT1281 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 277] εσσα, εν, voll von Fremden od. Gastfreunden, θρόνος, Eur. I. T. 1281.
Greek (Liddell-Scott)
ξενόεις: εσσα, εν, ὁ πλήρης ξένων, Εὐρ. Ι. Τ. 1282.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
rempli d’étrangers ou d’hôtes.
Étymologie: ξένος.
Greek Monolingual
ξενόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. -όεις (πρβλ. θυμ-όεις, μυρ-όεις)].