ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
το (Μ ξάναμμα) ξανάβω
νεοελλ.
1. έξαψη, φούντωμα
2. (για τραύμα) φλεγμονή, ερεθισμός
3. καθετί εύφλεκτο που χρησιμεύει για να αναφθεί φωτιά, προσάναμμα
μσν.
φωτιά.