μπορώ

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

-έω και -άω και ημπορώ
1. έχω την απαιτούμενη δύναμη, την ικανότητα ή την ευχέρεια να κάνω κάτι (α. «αυτός μπορεί να κάνει τη νύχτα μέρα» β. «δεν θα μπορέσω να έρθω μαζί σας»)
2. ανέχομαι, υπομένω, αντέχω («δεν μπορώ να τους ακούω άλλο»)
3. (ως απρόσ.) μπορεί
είναι πιθανό, είναι δυνατό, ενδέχεται («μπορεί να μη σέ ξαναδώ»)
5. φρ. «δεν μπορώ» — δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐμπορῶ < πορῶ < αρχ. εὐπορῶ < εὔπορος με παρετυμολογική επίδραση του ἔμπορος, ενώ κατ' άλλους η λ. μπορώ < ἐμ-πορῶ < ἔμπορος.