μύξωμα
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
το
ιατρ. μαλακός καλοήθης όγκος του συνδετικού ιστού, πλούσιος σε θεμέλια ουσία και στερούμενος αγγείων, με ζελατινοειδή μορφή, ο οποίος, ιστολογικά, αποτελείται από αστεροειδή κύτταρα διάσπαρτα μέσα σε άφθονη θεμέλια βλεννοειδή ουσία και που θεραπεύεται οριστικά με ευρεία χειρουργική εξαίρεση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxome (< μυξώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].