μυοβατραχομαχία

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοβατρᾰχομᾰχία Medium diacritics: μυοβατραχομαχία Low diacritics: μυοβατραχομαχία Capitals: ΜΥΟΒΑΤΡΑΧΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: myobatrachomachía Transliteration B: myobatrachomachia Transliteration C: myovatrachomachia Beta Code: muobatraxomaxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = βατραχομυομαχία, v.l. in Batr. tit., Suid. s.v. Ὅμηρος.

German (Pape)

[Seite 218] ἡ, = βατραχομυο-μαχία, v. l. bei Thom. Mag. v. ἀκεστής.

Greek (Liddell-Scott)

μυοβατρᾰχομᾰχία: ἡ, = βατραχομυομαχία, Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1185, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ὅμηρος.

Greek Monolingual

μυοβατραχομαχία, ἡ (Α)
η βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + βάτραχος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. βατραχομυο-μαχία].