μυοβατραχομαχία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ,
A = βατραχομυομαχία, v.l. in Batr. tit., Suid. s.v. Ὅμηρος.
German (Pape)
[Seite 218] ἡ, = βατραχομυο-μαχία, v. l. bei Thom. Mag. v. ἀκεστής.
Greek (Liddell-Scott)
μυοβατρᾰχομᾰχία: ἡ, = βατραχομυομαχία, Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1185, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ὅμηρος.
Greek Monolingual
μυοβατραχομαχία, ἡ (Α)
η βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + βάτραχος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. βατραχομυο-μαχία].