ὁμηρίζω

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

German (Pape)

[Seite 330] dem Homer nachahmen, in homerischer Sprache, in Homer's Art dichten, sich eines homerischen Ausdrucks bedienen, VLL. – Aber Achill. Tat. 8, 9 liegt eine obscöne Anspielung auf διαμηρίζω darin, Unzucht treiben. – Bei Artemid. 4, 3 = schröpfen. S. ὁμηριστής.

Greek Monolingual

ὁμηρίζω (Α)
1. μιμούμαι τον Όμηρο, γράφω ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις
2. θεατρ. εκτελώ σκηνές από τα ομηρικά έπη
3. (για άρρενες) συνουσιάζομαι παρά φύσιν
4. αφαιρώ αίμα με βεντούζα, κάνω κοφτές βεντούζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «συνουσιάζομαι παρά φύσιν», λόγω παρετυμολογικής σύνδεσής του με το ουσ. μηρός.