ὀρέσκιος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ον, = sq., of Dionysus, AP9.524.16.
German (Pape)
[Seite 372] von den Gebirgen beschattet, heißt Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16); E. M. 629, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀρέων σκιαζόμενος, Ἀνθολ. Π. 9. 524. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit dans les montagnes ombreuses.
Étymologie: ὄρος, σκιά.
Greek Monolingual
ὀρέσκιος, -ον (Α)
ορεσκώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένος τ. του επιθ. ὀρεσκῷος, πιθ. κατ' επίδραση της λ. σκιά.