μῶμαρ

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶμαρ Medium diacritics: μῶμαρ Low diacritics: μώμαρ Capitals: ΜΩΜΑΡ
Transliteration A: mō̂mar Transliteration B: mōmar Transliteration C: momar Beta Code: mw=mar

English (LSJ)

τό, poet. for μῶμος, Lyc.1134.

German (Pape)

[Seite 225] τό, poet. = μῶμος, Lycophr. 1134; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μῶμαρ: τό, ποιητ. ἀντὶ μῶμος, Λυκόφρ. 1134. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μῶμαρ· μέμψις, ὄνειδος, αἶσχος».

Greek Monolingual

μῶμαρ, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) μῶμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του μῶμος, πιθ. αρχαϊκό, ενώ κατ' άλλη άποψη προήλθε με επίδραση του μῦμαρ].