νανουρίζω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
Greek Monolingual
και ναναρίζω
1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω
2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή του -α- σε -ου-), πιθ. κατά τα νιαουρίζω, γουργουρίζω].