νερουλάς
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. νερουλού
μεταφορέας και πωλητής νερού, νεροκουβαλητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + κατάλ. -ουλάς, που δηλώνει επάγγελμα (πρβλ. αβγουλάς)].