νεφέλωμα

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

το
1. το αποτέλεσμα του νεφελώνομαι
2. αστρον. α) όρος που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για να δηλώσει κάθε ουράνιο αντικείμενο έξω από το ηλιακό σύστημα το οποίο φαίνεται σαν λαμπρή ή σκοτεινή περιοχή, σε αντιδιαστολή με τα σημειακά είδωλα τών αστέρων
β) φρ. i) «γαλαξιακά νεφελώματα» — μάζες αερίων, με ίχνη από στερεά σωματίδια, οι οποίες εμφανίζονται σαν σκοτεινές ή λαμπρές περιοχές στον ουράνιο θόλο, ακανόνιστου συνήθως σχήματος, και που βρίσκονται μέσα στα όρια ενός γαλαξία
ii) «εξωγαλαξιακά νεφελώματα» — οι γαλαξίες
3. μτφ. καθετί το θολό, ασαφές, συγκεχυμένο και δυσδιάκριτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφελούμαι. Η λ. μαρτυρείται από 1882 στον Γ. Χ. Παπαγεωργίου].