νηπιάζω
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
A to be as a babe, childish, Erinn.in PSI9.1090.55 + 15 (p.xii), Hp.Ep.17, 1 Ep.Cor.14.20, Porph.Gaur.12.4.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιάζω: τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 52· - νηπιάζομαι, «νηπιάζεται· μωραίνεται» Ἡσύχ.
English (Strong)
from νήπιος; to act as a babe, i.e. (figuratively) innocently: be a child.
English (Thayer)
(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); (νήπιος, which see); to be a babe (infant): Hippocrates; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
(ΑΜ νηπιάζω) νήπιος
1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι
2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού
αρχ.
1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)
2. (για χριστιανό) εισέρχομαι για πρώτη φορά στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.