νικητήριος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον,

   A belonging to a conqueror or to victory, δόξα ν. the glory of victory, Antiph.263; ν. φίλημα a kiss as the conqueror's reward, X.Smp.6.1; ἆθλα ν. Pl.Lg.832e.    II as Subst. νικητήριον (sc. ἆθλον), τό, prize of victory, Ζεῦ, σὸν τὸ ν. Ar. Eq.1253; τὸν βοῦν ἔλαβε τὸ ν. X.Cyr.8.3.33, cf. HG6.2.28; ν. ἁμίλλης Inscr.Délos464.10 (ii B.C.): mostly in pl., τῷ καλλικοτταβοῦντι νικητήρια τίθημι S.Fr.537; ν. λαβών E.Alc.1028; τὰ ν. οἴσεσθαι, φέρεσθαι, κομίζεσθαι, to win the prize, Pl.Euthd.305d, Phdr.245b, R.612d; τὰ ν. τοῦ κιθαρῳδοῦ IG22.1388.37.    2 νικητήρια (sc. ἱερά), τά, festival of victory, ν. ἑστιᾶν to celebrate this festival by a banquet, X.Cyr.8.4.1, Plu.Phoc.20; ποιεῖν D.C.67.9.    3 also in pl., decisive proof, Hp. Septim.4.

German (Pape)

[Seite 256] den Sieger oder den Sieg betreffend; δόξα, Siegesruhm, Antiphan. bei Stob. Floril. 79, 7; φιλήματα, Kuß zum Lohne des Sieges, Xen. conv, 6, 1; – τὸ νικητήριον, der Siegespreis, Soph. frg. 482; im plur., wie νικητήρια λαβών, Eur. Alc. 1031, vgl. Troad. 963; σὸν τὸ νικητήριον, dein ist der Siegespreis, Ar. Equ. 1250; τὰ νικητήρια φέρειν od. φέρεσθαι, oft bei Plat., wie Euthyd. 305 d Phaedr. 245 a; κομίζεσθαι, Rep. X, 612 d; καὶ ἀριστεῖα, Legg. VIII, 829 c; Xen.; Plut. u. a. Sp.; – τὰ νικητήρια, das Siegesfest, ἑστιᾶν, Xen. Cyr. 8, 4, 1, ἑστιᾶσθαι, das Siegesfest mit einem Schmause feiern, Plut. Phoc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκητήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νικητὴν ἢ εἰς νίκην, δόξα ν., ἡ δόξα τῆς νίκης, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 58· ν. φίλημα, φίλημα ὡς ἀνταμοιβὴ τοῦ νικητοῦ, Ξεν. Συμπ. 6, 1· τὰ ν. ἆθλα Πλάτ. Νόμ. 832Ε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., νικητήριον (ἐξυπακ. ἆθλον), τό, τὸ βραβεῖον τῆς νίκης, Ζεῦ σὸν τὸ ν. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1253· τὸν βοῦν ἔλαβε τὸ ν. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 33, πρβλ. Ἑλλ. 6. 2, 28· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., νικητήρια τιθέναι Σοφ. Ἀποσπ. 482· νικητήρια λαβεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 1028· τὰ ν. φέρειν, φέρεσθαι, κομίζεσθαι, λαμβάνειν, κερδαίνειν τὸ βραβεῖον τῆς νίκης, Πλάτ. Εὐθύδ. 305D, Φαῖδρ. 245Α, Πολ. 612D· συχν. ἐ. Ἐπιγραφαῖς, τὰ ν. τοῦ κιθαρῳδοῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 36, κ. ἀλλ. 2) νικητήρια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, ἑορτὴ ἐπὶ νίκη, ν. ἑστιᾶν, ἑορτάζειν τὴν νίκην διὰ εὐωχίας, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 1, Πλουτ. Φωκ. 20.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la victoire ou le vainqueur ; τὸ νικητήριον, τὰ νικητήρια (δῶρα) prix de la victoire ou (s.e. ἱερά) fête en l’honneur de la victoire ; νικητήρια ἑστιᾶν XÉN célébrer la victoire par un banquet.
Étymologie: νικάω.

Spanish

que obtiene la victoria

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ νικητήριος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νικητή ή στη νίκη («σάς άρπαξε η τύχη την νικητήριον δάφνην», Κάλβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το νικητήριο(ν)
βραβείο για νίκη, έπαθλο («Ἑλλάνιε Ζεῡ, σὸν τὸ νικητήριον», Αριστοφ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νικητήρια (ενν. ιερά ή άσματα)
α) επινίκια θυσία ή εορτή
β) ύμνος επινίκιος, για τον νικητή
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο νικητήριος
κατακτητής, νικητής
μσν.-αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η νίκη
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) αδιαφιλονίκητη ένδειξη, απόδειξη
2. φρ. α) «τὰ νικητήρια φέρω [ή φέρομαι ή κομίζομαι]» — κερδίζω το βραβείο της νίκης
β) «ἑστιῶ (τὰ) νικητήρια» — εορτάζω τη νίκη με ευωχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα -τήριος, πιθ. μέσω του νικητήρ (πρβλ. ευχη-τήριος)].