ξακρίζω
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου
2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες του βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ»)
3. βάζω κάτι κατά μέρος ως άχρηστο ή ευτελές ή διαφορετικό, παραμερίζω
4. παίρνω κάποιον κατά μέρος για να του μιλήσω ιδιαιτέρως, ξεμοναχιάζω κάποιον
5. φρ. «ξακρίζω το χωράφι» — σκάβω με τσάπα όλες τις άκρες ενός χωραφιού όπου δεν μπορεί να περάσει το άροτρο, καλλιεργώ το χωράφι ώς τις άκρες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-ακρίζω (βλ. και λ. ξε
με επιτ. σημ.) με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].