ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
ξέθωρος
1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα»)
2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση του χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο»).