τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
και ξέζουστος, -η, -ο ξεζώνω
1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του
2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος.