ξέφτισμα

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

και ξέφτυσμα, το ξεφτίζω / ξεφτύζω]]
1. το αποτέλεσμα του ξεφτίζω, η φθορά, η τριβή της άκρης του υφάσματος και η δημιουργία ξεφτιών
2. μτφ. πνευματικός, ηθικός ή οικονομικός ξεπεσμός, φθορά, παρακμή, χρεωκοπία.