ξέφτισμα
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
Greek Monolingual
και ξέφτυσμα, το ξεφτίζω / ξεφτύζω]]
1. το αποτέλεσμα του ξεφτίζω, η φθορά, η τριβή της άκρης του υφάσματος και η δημιουργία ξεφτιών
2. μτφ. πνευματικός, ηθικός ή οικονομικός ξεπεσμός, φθορά, παρακμή, χρεωκοπία.