Ὀζόλαι

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀζόλαι Medium diacritics: Ὀζόλαι Low diacritics: Οζόλαι Capitals: ΟΖΟΛΑΙ
Transliteration A: Ozólai Transliteration B: Ozolai Transliteration C: Ozolai Beta Code: *)ozo/lai

English (LSJ)

οἱ,

   A the Ozolae, a tribe of the Locrians, Hdt.8.32 ; perh. from the strong-smelling sulphur-springs in their country, Str.9.4.8, cf. Antig.Mir.117(129); or from their wearing goat-skins, Plu.2.294f.    II Ὀζολίς (sc. γῆ), ίδος, ἡ, their country, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀζόλαι: οἱ, φυλή τις τῶν Λοκρῶν, ἐκαλοῦντο δὲ Ὀζόλαι ἴσως ἐκ τῶν ἰσχυρῶς ἀποζουσῶν θειούχων πηγῶν τῆς χώρας αὐτῶν, Στράβ. 427, πρβλ. Ἀντίγρ. Καρ. 129˙ ἢ ἐπειδὴ ἐφόρουν αἴγεια δέρματα καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνέζων μετ’ αἰπόλων καὶ ἐγίνοντο δυσώδεις, Πλούτ. 2. 294F˙ ἴδε Thirlw. Hist. of Gr. 1. 16. ΙΙ. Ὀζολίς, (ἐξυπ. γῆ), ίδος, ἡ χώρα αὐτῶν Στέφ. Β.

French (Bailly abrégé)

v. Λοκροί Ὀζόλαι.

Greek Monolingual

Ὀζόλαι, oἱ (Α)
φυλή τών Λοκρών που ονομάστηκε έτσι, πιθανώς λόγω της πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην περιοχή τους ή επειδή ζούσαν μαζί με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω + επίθημα -ολ- (πρβλ. Άργος: Αργόλᾱς: Αργολίς)].