Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οικτίζω

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

οἰκτίζω (Α) οίκτος
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρωὅπως μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.)
2. μέσ. οἰκτίζομαι
α) πενθώ
β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)
γ) θρηνολογώ («τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», Αισχύλ.).