οκτάδα

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

και οχτάδα, η (Α ὀκτάς) οκτώ
1. σύνολο από οκτώ μονάδες («παράταξη λόχου σε οκτάδες»)
νεοελλ.
φρ. «κανόνας οκτάδων»
χημ. αρχή σύμφωνα με την οποία τα χημικά στοιχεία με ατομικούς αριθμούς γειτονικούς με τους ατομικούς αριθμούς τών ευγενών αερίων τείνουν να ενωθούν με άλλα τέτοια στοιχεία, με αποβολή, πρόσληψη ή κοινή συνεισφορά και κατοχή ηλεκτρονίων ώστε να αποκτήσουν, όπως και τα ευγενή αέρια, δομή οκτώ ηλεκτρονίων στην εξώτατη στιβάδα τών ατόμων τους
αρχ.
σώμα από οκτώ άνδρες.