ὁμαιμοσύνη
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
ἡ, = sq., APl.4.128.
German (Pape)
[Seite 328] ἡ, Blutsverwandtschaft, Ep. ad. 306 (Plan. 128).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαιμοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Πλαν. 128.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
parenté par le sang.
Étymologie: ὅμαιμος.
Greek Monolingual
η (Α ὁμαιμοσύνη) όμαιμος
η ιδιότητα του ομαίμου, η εξ αίματος συγγένεια.