ὁπηλίκος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπηλίκος Medium diacritics: ὁπηλίκος Low diacritics: οπηλίκος Capitals: ΟΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hopēlíkos Transliteration B: hopēlikos Transliteration C: opilikos Beta Code: o(phli/kos

English (LSJ)

η, ον, relat. and indirect interrog.,

   A however big (or small), how big, Pl.Lg.737c, Epicur.Ep.1p.16U. ; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145 ; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael.274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.

German (Pape)

[Seite 356] correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν μέγεθος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπηλίκος: -η, -ον, ὁπόσον μέγας, συσχετικὸν τοῦ πηλίκος, Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
combien grand.
Étymologie: corrélat. de πηλίκος.

Greek Monolingual

ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό του ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].