οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
ὀσμήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κλιν-ήρης)].