Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οὐρήθρα

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρήθρα Medium diacritics: οὐρήθρα Low diacritics: ουρήθρα Capitals: ΟΥΡΗΘΡΑ
Transliteration A: ourḗthra Transliteration B: ourēthra Transliteration C: ourithra Beta Code: ou)rh/qra

English (LSJ)

Ion. οὐρήθρη, ἡ, (οὐρέω A)

   A urethra, Hp.Aph.4.82, Arist.HA 493b4.    II sewage tank, IG4.2(1).109 iii 97 (Epid., iii B. C., pl.).

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, Uringang, Arist. H. A. 1, 14 u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρήθρα: Ἰων, -θρη, ἡ, (οὐρέω) ἡ οὐρήθρα, ὁ σωλὴν δι’ οὗ τὰ οὖρα ἐξέρχονται ἐκ τῆς κύστεως, Ἱππ. Ἀφ. 1232, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 1.

Greek Monolingual

η (Α οὐρήθρα, ιων. τ. οὐρήθρη)
πόρος που εκτείνεται από την ουροδόχο κύστη έως το έξω ουρηθρικό στόμιο και χρησιμεύει για την εκροή τών ούρων και, στον άνδρα, ως δίοδος του σπέρματος
αρχ.
δεξαμενή ακαθαρσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + κατάλ. -ήθρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα)].