παράβακχος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ον,
A like a Bacchanal, theatrical, Plu.Dem.9; θειασμός Eun.VSp.499 B.
German (Pape)
[Seite 471] neben dem Bacchus, der bacchischen Wuth nahe, Plut. Dem. 9.
Greek (Liddell-Scott)
παράβακχος: -ον, ὅμοιος βακχεύοντι, θεατρικός, Πλουτ. Δημοσθ. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
transporté de fureur.
Étymologie: παρά, Βάκχος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
άτακτος
αρχ.
όμοιος με βακχεύοντα, βακχικός, θεατρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βάκχος].