παραριθμώ

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

-έω, Α
1. μετρώ, υπολογίζω μαζί με κάτι, συναριθμώ
2. μετρώ πράγματα ή είδη σε απογραφή
3. (για λόγους) δίνω σε κάτι ιδιαίτερη αξία
4. κάνω λάθος στο μέτρημα, λογαριάζω εσφαλμένα
5. εξαπατώ, κοροϊδεύω στο μέτρημα.