παρευνάζομαι

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευνάζομαι Medium diacritics: παρευνάζομαι Low diacritics: παρευνάζομαι Capitals: ΠΑΡΕΥΝΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pareunázomai Transliteration B: pareunazomai Transliteration C: parevnazomai Beta Code: pareuna/zomai

English (LSJ)

   A lie beside, δμῳῇσι Od.22.37, cf. Poll.5.41 :—later Act., Nonn.D.10.200, 25.17.

German (Pape)

[Seite 519] daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασθέντας τοῖς θηρίοις, Poll. 5, 41.

Greek (Liddell-Scott)

παρευνάζομαι: εὐνάζομαι πλησίον, πλαγιάζω δίπλα, συγκοιμῶμαι, δμωῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθαι βιαίως Ὀδ. Χ. 37, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρευνάζων· παρακοιτάζων».

English (Autenrieth)

lie beside, Od. 22.37†.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον
2. ενεργ. παρευνάζω
βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»].