πεισιθάνατος
From LSJ
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A persuading to die, epithet of Hegesias, D.L.2.86.
German (Pape)
[Seite 547] zum Sterben beredend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεισῐθάνᾰτος: -ον, ὁ εἰς θάνατον καταπείθων, ὄνομα τοῦ Ἠγησίου, Διογ. Λ. 2. 86.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεισιθάνατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο
αρχ.
επίθετο του Ηγησία («παραιβάτης οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερμψίμβροτος, + θάνατος.