περιγιάλι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
το / περιγιάλι(ον), ΝΜ, και παραγιάλι και περγιάλι, Ν
η αμμώδης λωρίδα της στεριάς που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παραλία, ακροθαλασσιά (α. «στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι διψάσαμε το μεσημέρι», Σεφέρης
β. «κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγιάλιν, ουδ. του επιθ. παρ-αιγιάλιος (< παρα- + αἰγιαλός)].