περιπορεύομαι
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
A travel, go about, Pl.Lg.716a, Ceb.7 ; κατ' οὐρανόν Iamb.Protr.13; walk about, IG42(1).123.125 (Epid.). II c. acc. loci, go round, τὰ ἱερά Arist. Oec.1353b20 ; τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, etc., Plb.3.7.3,9.6.3, etc.; τὴν πόλιν κύκλῳ Id.4.54.4 ; τὰς οἰκίας τῶν συγκλητικῶν D.S.40.1, cf. Corn.ND17.
German (Pape)
[Seite 589] herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
περιπορεύομαι: ἀποθ., περιοδεύω, Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
aller autour, faire le tour de, acc..
Étymologie: περί, πορεύω.
Greek Monolingual
Α
1. πορεύομαι, ταξιδεύω γύρω από έναν τόπο
2. (για ουράνιο σώμα) περιστρέφομαι («ὁ ἥλιος περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)
3. περπατώ, βαδίζω γύρω από έναν τόπο
4. (με αιτ. του τόπου) περιέρχομαι («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», Πολ.).