πέψη

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

η / πέψις, -εως, ΝΜΑ πέσσω
ο μετασχηματισμός τών τροφών σε απλές χημικές ουσίες, ικανές να διεισδύσουν στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στο αίμα ή στη λέμφο ενός οργανισμού
αρχ.
1. η ωρίμαση, το να γίνουν οι καρποί μαλακότεροι, κυρίως με την επίδραση του ήλιου και της θερμότητας («α. πέττει δ' ἡ θερμότης», Αριστοτ
β. «πέπανσίς ἐστι πέψις τις», Θεόφρ.)
2. το μαγείρεμα της τροφής
3. (για κρασί) η ζύμωση
4. ιατρ. α) η πράυνση τών χυμών, το να μαλακώνουν οι δριμείς χυμοί και να εκκρίνονται
β) η έκκριση ως λειτουργία ωρίμασης του οργανισμού
5. μτφ. η κατανόηση, το να καταλάβει κανείς κάτι.