πιστόλι

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

και μπιστόλι, το, Ν
1. στρ. μικρό φορητό πυροβόλο ὁπλο, σχεδιασμένο για να χρησιμοποιείται με το ένα χέρι
2. φρ. «πιστόλι βαφής»
τεχνολ. εργαλείο χρησιμοποιούμενο για το βάψιμο επιφανειών με χρώμα ή με βερνίκι, το οποίο φέρει μικρό δοχείο όπου τοποθετείται το χρώμα και συνδέεται με αεροσυμπιεστή ο οποίος του παρέχει αέρα υπό πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του πιστόλα].