πικρίδιος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρίδιος Medium diacritics: πικρίδιος Low diacritics: πικρίδιος Capitals: ΠΙΚΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: pikrídios Transliteration B: pikridios Transliteration C: pikridios Beta Code: pikri/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A somewhat bitter, σῦκα Ath.3.78a.

German (Pape)

[Seite 614] bitterlich, von einer Feigenart, Ath. III, 78 a.

Greek (Liddell-Scott)

πικρίδιος: -α, -ον, ὑπόπικρος, «πικρούτσικος», σῦκα Ἀθήν. 78Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κάπως πικρός, ο πικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. μεσ-ίδιος)].