πλαγιοφύλαξη

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
στρ. α) η φύλαξη, κατά τη διάρκεια μάχης, τών πλευρών της μαχόμενης δύναμης, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση πυρός
β) (στην οχυρωτική) η κατάλληλη χάραξη τών έργων, λ.χ. χαρακωμάτων, έτσι ώστε τα πυρά τών αμυνομένων να ελέγχουν τους πλάγιους χώρους του οχυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φύλαξη].