πλατεῖον
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
τό, (πλατύς)
A tablet, Plb.6.34.8, 10.45.8.
German (Pape)
[Seite 626] τό, die Platte od. Tafel, Pol. 6, 34, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτεῖον: τό, (πλατὺς) πινακίς, Πολύβ. 6. 34, 8., 10. 45, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
planchette où était écrit le mot du guet.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monolingual
τὸ, Α
πινακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλατεῖα με αλλαγή γένους].