πνευματώ
From LSJ
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
Greek Monolingual
-όω, Α πνεύμα, -ατος]]
1. μεταβάλλω κάτι σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω
2. προκαλώ φούσκωμα
3. φουσκώνω
4. έχω άσθμα
5. (για ανέμους)
αναταράσσω, ανακατώνω, προκαλώ ταραχή
6. παθ. α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ σπέρμα τῆς γονῆς διαλύεται καὶ πνευματοῡται», Αριστοτ.)
β) είμαι γεμάτος από αέρα
γ) φουσκώνω («ἀσκὸς πεπνευματωμένος», Ιεροκλ.)
δ) είμαι γεμάτος ζωή
7. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση ζύμωσης.